Κάθε αρχή και δύσκολη…
Που είχαμε μείνει βρε παιδιά;
Α, ναι, στο ότι 10 χρόνια μετά την πρώτη μου εμπειρία στα «ξένα», ήθελε η μοίρα να ξαναγευτώ τη ξενιτιά, αυτή τη φορά σε χώρα Βαλκανική προέλευσης, στο γνωστό πλέον σε όλους 😏 Μαυροβούνιο. Όπως κάθε αρχή, ήταν και αυτή… δύσκολη!
Τα δεδομένα προ αναχώρησής μας ήταν τα εξής:
- Δεν την είχα ξαναεπισκεφθεί ποτέ στη ζωή μου.
- Δεν ήξερα καν κάποιον που να είχε ζήσει ποτέ εκεί.
- Στην πρωτεύουσα, την Ποντγκόριτσα -που μου πήρε κανά μήνα να την προφέρω σωστά- τα Αγγλικά δεν είναι και τόσο διαδεδομένα.
- Ο 3,5χρονών γιος μας δε μιλούσε γρι Αγγλικών, ούτε φυσικά Σέρβικων.
- Δεν είχαμε βρει σπίτι να μείνουμε!
Εκτός αυτών – που με απασχολούσαν άμεσα- μάθαινα ότι η διεθνής κοινότητα εκεί είναι πολύ μικρή, η Ελληνική δε, ακόμη μικρότερη. Όσοι γνωστοί μας είχαν επισκεφθεί την Ποντγκόριτσα μας έλεγαν τρελούς. Για πολλούς λόγους.
Γιατί δεν υπήρχαν απευθείας πτήσεις για Ελλάδα, γιατί τους φαινόταν ένα μικρό κι αδιάφορο “νεκροταφείο”, με μόνο ένα διεθνές σχολείο και γενικά με επιλογές λίγες και αμφιβόλου ποιότητας, με χαμηλό επίπεδο ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κοκ.
Εν πάση περιπτώσει, παρά τα ερωτηματικά, κάτι μέσα μου, μου έλεγε ότι εμένα αυτό το νεκροταφείο θα μου άρεσε (το παν είναι να έχεις αυτογνωσία, και να ξέρεις ότι είσαι ανάποδος άνθρωπος 😋)
Και πράγματι, από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου σε έδαφος Μαυροβουνέζικο, ένιωσα σαν το σπίτι μου (χωριατόπαιδο κατά βάθος γαρ).
Γιατί μου άρεσε;
Πέρα από τα «τυπικά» που θυμίζουν Ελλάδα, αυτή η μικρής κλίμακας πόλη (βλ. αεροδρόμιο- κέντρο 15 λεπτά, βαριά) και οι λίγες επιλογές (βλ. ένα Cineplex με 6 αίθουσες), σε εκείνη τη φάση της ζωής μου τουλάχιστον (ίσως και για πάντα), μου ικανοποιούσαν την ανάγκη μου για απλότητα.
Ημουν βαθιά ευγνώμων για το υπέροχο αγαθό που μου είχε δοθεί μετά από τόσα χρόνια συνεχούς και σκληρής εργασίας: τον χρόνο!!! Ελεύθερος, μη δομημένος χρόνος! Αξία ανεκτίμητη και δυσεύρετη πλέον, ειδικά στις μεγαλουπόλεις, ακόμη και για τις παιδικές ηλικίες, δυστυχώς.
Και σε ένα «χωριό», το αγαθό του χρόνου μεγιστοποιείται.
Ο άντρας μου είχε χρόνο να μας βρει έξω για φαγητό κάποια μεσημέρια, σε 5 λεπτά ήταν σπίτι αν κάτι προέκυπτε, και χωρίς να δουλεύει λιγότερες ώρες, είχε κερδίσει 45 λεπτά περισσότερου χρόνου με την οικογένειά του, λόγω μηδαμινών αποστάσεων και κίνησης. Ακόμη και τα επαγγελματικά του ταξίδια ήταν πιο ανώδυνα, αφού η ώρα απογείωσης και προσγείωσης του αεροπλάνου ήταν πολύ κοντά στην ώρα αναχώρησης και άφιξης στο σπίτι μας.
Εγώ είχα χρόνο να πάω το παιδί μου με την ησυχία μου στο σχολείο, να κάτσω κοντά του όσο χρειαστεί μέχρι να προσαρμοστεί, να βγω να περπατήσω στα κοντινά πάρκα, να απολαύσω τον ήλιο, να παρατηρήσω τα χρώματα του φθινοπώρου, τους ανθρώπους και τα 2 μέτρα μπόι τους, να φάω ένα παγωτό μέρα μεσημέρι στο άσχετο – έτσι γιατί το λιγουρεύτηκα!- να πάρω τον γιο μου και να κάνουμε ένα αυθόρμητο πιν νικ, ή να τον πάω στην πιο κοντινή φάρμα για βόλτα με τα αλογάκια που του άρεσαν τόσο.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες γνώρισα, την πόλη, τους ανθρώπους, τους δρόμους της, τα 4-5 επιπλάδικά της, τα ελάχιστα εμπορικά κέντρα της, τις 2-3 σχολές χορού της, την κλειστή λαϊκή αγορά της, το μοναδικό μεγάλο ψαράδικό της και τον «καλύτερο» κρεοπώλη της.
Για να μην πω οτι έμαθα τη δασκάλα του γιου μου, τους συμμαθητές του και όλο το σχολείο μέσα- έξω, αφού την έστηνα με τις ώρες (΄’αλλος παιδί δεν έκανε, μόνο η Πριγκιπέσσα τον Ηλία» θα μου πεις, και δεν θα έχεις κι άδικο, αλλά τι να κανα, αφού μου επέτρεπαν μέχρι και να τρώω μαζί τους στο εστιατόριο, όχι να έλεγα η γυναίκα;;;!).
Επίσης συνήθισα στην ησυχία. Την ησυχία των αυτιών, αλλά και των ματιών μου! Δεν άκουγα στο δρόμο φωνές, βρισιές (Ελληνικές τουλάχιστον 😏), κόρνες, πειραγμένες εξατμίσεις, τέρμα μουσικές από τρεμάμενα woofer. Δεν έβλεπα κακόγουστα γκράφιτι και άχαρες μουτζούρες σε κάθε γωνιά. Δεν έβλεπα χειρονομίες να μοιράζονται απλόχερα δεξιά και αριστέρα, ούτε κάγκουρες με μηχανάκια να κάνουν σούζα – δίχως κράνος.
Ήταν όλα τέλεια;
Όχι φυσικά. Ούτε οι Μαυροβούνιοι είναι τέλειοι, ούτε η ζωή εκεί. Χίλια στραβά έχουν κι αυτοί. Δε συγκρίνω λαούς και κράτη, αλίμονο! Θα ήταν άτοπο, ανέφικτο και άδικο – αναφέρω μόνο γεγονότα που εμένα μου άρεσαν. Η ευτυχία άλλωστε είναι σπορ υποκειμενικό!
Κι επίσης, εννοείται ότι στο δρόμο της expat –ζωής δεν ήταν όλα στρωμένα με ροδοπέταλα. Είχε αρκετές στιγμές ασυνεννοησίας, αμφιβολίας, αποθυμιάς, μοναξιάς και απελπισίας (βλέπε κάτι κρίσεις λαρυγγίτιδας με τον άντρα μου σε ταξίδι κοκ).
Αλλά με αρκετή υπομονή και καλή θέληση, και σπίτι βρήκαμε, και το επιπλώσαμε όπως θέλαμε, και τα εμπόδια της γλώσσας τα προσπεράσαμε, και καλό παιδίατρο να μιλάει αγγλικά βρήκαμε, τη νέα μας ρουτίνα τη διαμορφώσαμε πολύ κοντά στις επιθυμίες μας.
Δόξα τη Τεχνολογία και την Επιστήμη, όχι μόνο δεν χάσαμε επαφή με τους φίλους και την οικογένεια στην πατρίδα, αλλά ίσως να τα λέγαμε και πιο «συχνά» από ποτέ. Για την ακρίβεια, ελλείψει ουσιαστικής «κοινωνικής ζωής», όλη μέρα έπρηζα τους ΠΑΝΤΕΣ σε messenger και viber (μέχρι που έκανα το blog για να μπορώ να πρήζω KAI εσένα! 👸🏼😂).
Βεβαίως, στη διάρκεια των 3 ετών επισκεφθήκαμε ουκ ολίγες φορές την πατρίδα, πράγμα που βοηθάει κατά του home-sickness.
A και- παραλίγο να το ξεχάσω – κάναμε και το Ελενάκι μας, που έδωσε μια ακόμη παραπάνω τσαχπινιά και νοστιμιά (αυπνία λέγεται βασικά, αλλά ας μην το ανοίξω το κεφάλαιο τώρα) στη ζωή μας εκεί.
Ήσυχες αποδράσεις στη φύση!
Μια ζωή που περιστρεφόταν γύρω από τους 4 μας και δεν περιείχε σχεδόν καμία άλλη «υποχρέωση». Κάθε απόγευμα και κάθε Σ/Κ ήμασταν μόνοι μας, και αποφασίζαμε τι θέλαμε να κάνουμε, πότε θέλουμε να το κάνουμε και πως θα το κάνουμε.
Οι επιλογές αρκετές, κοντινές, ήσυχες, οικονομικές και βουτηγμένες στην όμορφη φύση.
Μια εκδρομή στο πλησιέστερο Εθνικό πάρκο με την αγαπημένη μου λίμνη Biogradska;
Μια βόλτα στο υπέροχο, επιβλητικό Kotor;
Μια επίσκεψη στην κοσμοπολίτικη Budva;
Στο ορεινό Lovcen Park;
Στο πιο μακρινό, αλλά εντυπωσιακό Durmitor Park;
Στο παραθαλλάσιο «ελληνικό» Sveti Stefan;
Η’ στo νησί Ada Bojana στα νοτιότερα σύνορα της χώρας με την Αλβανία;
Ακόμη και οι πολύ κοντινές μας επιλογές, στη μισή ώρα περίπου από το σπίτι, είχαν το ενδιαφέρον τους…
Μόνο η καθιερωμένη Σαββατιάτικη οικογενειακή επίσκεψη στην αγαπημένη μας ψαροταβέρνα-κουτούκι του Goran (ναι εκεί που έχασε το Λενάκι μας το δοντάκι του) δεν άλλαζε! Αυτό θα ήταν ιεροσυλία ☺️.
Αν νιώθαμε λίγο adventurous παραπάνω, μπορεί να κανονίζαμε και καμιά έξοδο ένα Σαββατόβραδο με τους ελάχιστους μα εκλεκτούς φίλους μας εκεί. Η’ και μόνοι (αν δεν είχαμε αποκοιμηθεί απο τις 21:00 ή αν δεν ήταν άρρωστο ένα απο τα δυο παιδιά, και ή τα δύο, ή εμείς, ή η νταντά ή τα παιδιά της νταντάς. Καταλαβαίνεις…σπάνια δηλαδή😁).
Και λίγο πριν φύγουμε οριστικά από τη χώρα, αγνοώντας επιδεικτικά την αντιπάθεια της Έλενα προς το καθισματάκι αυτοκινήτου και τις μεγάλες διαδρομές, επιχειρήσαμε με επιτυχία μάλλον θα έλεγα, το ηρωικό roadtrip 9 ημερών και 6 πόλεων στη φανταστική Κροατία.
Όμως κάπως έτσι ο καιρός πέρασε, το project του συζύγου τελείωσε, και ήρθε η ώρα της επιστροφής…
The final countdown
Όσο πλησίαζε η ώρα, εγώ είχα κοκκαλώσει. Σαν μικρό παιδί, που του τελείωσε το μαλλί της γριάς, αλλά αυτό συνεχίζει να κρατάει το ξύλινο καλαμάκι στο χέρι, προσπαθώντας να γλύψει και τις τελευταίες ρανίδες ζάχαρης – από τα χέρια του, το καλαμάκι και τα μαγουλά του (με κάνεις εικόνα, έτσι;).
Προϊόν της τότε συναισθηματικής μου κατάστασης και το post αν θυμάσαι περί αποχωρισμών.
Ξέρω ότι μπορεί να με βρίσκεις υπερβολική (εγώ;; ποτέ!). Είχαμε διομορφώσει μια ζωή πολύ κοντά στις ολοδικές μας, προσωπικές αξίες, με μια ρουτίνα που εμάς μας ταίριαζε, και “λογαριασμό” σε κανέναν δε δίναμε :).
Το μυαλό μου γνώριζε οτι αυτή η “ροζ” φούσκα, με συγκυρίες εκ προοιμίου προσωρινές και μη βιώσιμες μακροπόθεσμα, δε θα κρατούσε για πάντα. Η καρδιά όμως δεν ήθελε να μου την πάρουν μακριά, για κανέναν λόγο.
Φοβόμουν. Και όπως πάντα, ο φόβος προκαλεί μεγαλύτερο πρόβλημα, από το ίδιο το «πρόβλημα».
Κανείς δεν φαντάζεται οτι η επιστροφή στη «γνώριμη» πατρίδα, έχει δυσκολίες. Υποτίθεται ότι ξέρεις που γυρνάς. Υποτίθεται ότι χαίρεσαι που γυρνάς στην «ασφάλεια» και στη θαλπωρή του οικείου σου περιβάλλοντος. Αυτό περιμένουν οι άλλοι από σένα, και κακά τα ψέματα: αυτό περιμένεις κι εσύ από τον εαυτό σου!
Τι τρέχει λοιπόν; Είμαι απλώς ένα κακομαθημένο κοριτσάκι που δεν θέλει να του πάρουν το γλυκό από τα χέρια (σίγουρα κι αυτό 😇); Η’ παίζει κάτι βαθύτερο;;
Στον επόμενο τόνο θα γραφτεί επιτέλους ο επίλογος του έπους τούτου.
Και νομίζω ότι θα είναι (περιέργως) ένας καλός επίλογος.
Είτε φεύγεις, είτε έρχεσαι 😉💕.
ΥΓ1. Δε συνηθίζω να δίνω συμβουλές, επί κανενός θέματος, αλλά έκανα μια εξαίρεση πρόσφατα για το doctoranytime: top 10 tips μου για expat μανούλες.
ΥΓ2. Ένας γνωστός μου, το 2015, όταν του ανακοίνωσα ότι αποφασίσαμε τελικά να πάμε στο Μαυροβούνιο, μου είχε πει τη θρυλική φράση “Εnjoy the silence”– με μια δόση ειρωνίας φυσικά. Πόσο συμβολικό και προφητικό έμελλε να είναι;
Οι στίχοι αυτής της κομματάρας, ενσωματώνουν λίγο ως πολύ την αισθησή μου για την εκεί εμπειρία μας.
Words like violence, Break the silence, Come crashing in Into my little world, Painful to me, Pierce right through me, Can’t you understand? Oh my little girl, All I ever wanted All, I ever needed Is here, in my arms. Words are very unnecessary, They can only do harm…
Όποτε, μα όποτε ακούω αυτό το κομμάτι πλεόν θα σκέφτομαι με γλυκιά νοσταλγία τη μικρή ζωούλα που ζήσαμε στο Μαυροβούνιο.
(Πρόσφατα δε, εντελώς συμπτωματικά, μια φίλη από το blog μου υπέδειξε ότι η βασική φωτό του blog είναι στο concept του βιντεοκλιπ!! Τι κουφό; Τι καρμικό!; Και τι τιμή να με αντιγράφουν οι Depeche Mode 😂.)
2 σχόλια στο “Της ξενιτιάς καμώματα – Μέρος Β’: Made in Montenegro”