Αν είσαι γραμμένος στο newsletter έχεις πάρει μια «μυρωδιά» για το τι θα γράψει σήμερα το μηχανάκι. Τραγικούλι συμβάν, χαμόγελο μαμάς, στιγμή επιφοίτησης κτλ.
Αν όχι, μην ανησυχείς. Θα σε πάω καρέ καρέ. 3 παράλληλες, αλληλένδετες «Χριστουγεννιάτικες» ιστορίες, που ενώνονται σε μια.
Σκηνή Πρώτη: Αθήνα, Κέντρο.
22:00, Ανήμερα Χριστουγέννων.
Σε μια απόφαση “κόντρα ρόλος” αποφασίζουμε με τον άντρα μου να βγούμε βράδυ, χρονιάρες μέρες και μάλιστα στο κέντρο της Αθήνας! Τα παιδιά τα έχει αναλάβει η μαμά μου, αφού δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι “καλύτερο” για τις ολιγοήμερες διακοπές της 😏.
Περιέργως συναντάμε ελάχιστη κίνηση, και βρίσκουμε πάρκινγκ κοντά στο μαγαζί. Συναντάμε αγαπημένους φίλους και περνάμε υπέροχα. Το κρασί και τα γάργαρα γέλια μας ζεσταίνουν την καρδιά. Κάποια στιγμή οι σερβιτόροι μας ανακοινώνουν οτι το μαγαζί κλείνει.
01:00πμ.
Είναι η ώρα που υπό νορμάλ συνθήκες θα επιστρέφαμε σπίτι. Αντί όμως να αποχαιρετίσουμε την παρέα, κάνουμε την υπέρβαση και τους συνοδεύουμε στο διπλανο μπαράκι.
Δύσκολο να αντισταθούμε στα ντεσιμπέλ της μουσικής που άφησαν οι πόρτες να ξεχείλισει στους δρόμους. Θαμώνες και μουσική, όλα της ηλικίας μας (late 90s δλδ, μη φανταστεις 😋!).
03:00πμ.
Εμφανώς νυσταγμένοι, αλλά περήφανοι για τους εαυτούς μας που αντέξαμε μέχρι εδώ, καταφθάνουμε στο σπίτι μας.
Η αυτόματη πόρτα στο γκαράζ ανοίγει. Σβήνουμε τα φώτα του αυτοκινήτου που χτυπάνε κατευθείαν στη μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου των γονιών μου, για να μην τους ενοχλήσουμε, και ανεβαίνουμε στη ράμπα.
Στο βάθος, στην αυλή, βλέπω 2-3 έπιπλα του σαλονιου τους. Και παραδίπλα τη μια από τις δύο μεταλλικές δεξαμενές με το ελαιόλαδο της χρονιάς (να, έχει και τα καλά του να είσαι κάτω απ’τα αυλάκι 😎).
Μου κάνει εντύπωση το θέαμα, αλλά τέτοια ώρα που έχει πάει, η νύστα νικάει και μας οδηγεί με ταχύτητα φωτός στο κρεβάτι.
08:00πμ.
Ξυπναώ με φανερή ανησυχία και κατεβαίνω με τις πυτζάμες όπως είμαι, αλλά κάπως διστακτικά στο σπίτι της μαμάς μου.
………………………………..
Σκηνή Δεύτερη: Κρεβατοκάμαρα Γονιών μου
22:00, Ανήμερα Χριστουγέννων.
Η Έλενα τους έχει “βάλει” όλους για ύπνο και κάνει τα δικά της, όπως πάντα. Τραγουδάει στα κουκλάκια της, εξετάζει τη γιαγιά και της βάζει “ορό”. Κάποια στιγμή την ρωτάει: “Να χιε χκιεπαχιω ζιαζάκα;” (να σε σκεπάσω γιαγιάκα;)
“Ναι” απαντάει εκείνη αμέριμνη.
Κατεβαίνει το Λενιώ από το κρεβάτι και τρέχει με το απαράμιλλο στυλ της, χαρωπή χαρωπή προς το “σαλόνι-αποθήκη-ψυγειοκαταψύκτη” που ανοίγει πλέον 2 φορές το χρόνο.
Την προηγούμενη μέρα, κατά τη διάρκεια του τραπεζώματος που μας έκανε η “ζιαζάκα”, είχε εντοπίσει μια ωραία πολύχρωμη κουβέρτα, που κάλυπτε “διακριτικά” τις δυο δεξαμενές με το τιμημένο το ελαιόλαδό μας.
Δεν ξέρω ποια σύναψη έλαμψε στο όμορφο μυαλουδάκι της και της ήρθε να πάει να πάρει ΕΚΕΙΝΗ την κουβέρτα και όχι οποιαδήποτε άλλη, οπουδήποτε αλλού.
Μπαίνει στο σκοτεινό χωλ και βρίσκει τον δρόμο προς την τραπεζαρία. Με ορμή και χάρη, φτάνει στην κουβερτούλα, την τραβάει και τη σέρνει τρέχοντας μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Σκεπάζει τη “ζιαζάκα” και της τραγουδάει νανουρίσματα για να “κοιμηχιεί”.
Σκηνή Τρίτη: Σαλόνι Γονιών μου
22:05, Ανήμερα Χριστουγέννων.
Η πολύχρωμη κουβερτούλα γλυστράει απαλά πάνω στην κρυα μεταλλική επιφάνεια των δεξαμενών ελαιόλαδου.
Σκαλώνει ανεπαίσθητα στην κάνουλα της πρώτης δεξαμενής, στα αριστερά.
Όχι της δεξιάς, με το περσινό λάδι. Τη σχεδόν άδεια. Όχι!
Της άλλης. Της γεμάτης. Με το φρέσκο “φετινό” λάδι. 80 λίτρα λάδι. Ψυχρής έκθλιψης, όχι αστεία. Από ελιές διαλεχτές, από τα χωράφια μας. Μαζεμένες από τα χεράκια των γονιών μου, οχι ξένα χέρια (εντάξει, αυτό είναι λίγο ψέμα, προς χάριν δραματοποίησης του ποστ 🙄).
Καθώς η Έλενα ξεμακραίνει, σχεδόν ταυτόχρονα το λάδι αρχίζει και ρέει κελαρυστό στο κρύο δάπεδο, πλημμυρίζοντας τα μπεζ γυαλιστερά πλακάκια. Σύντομα σχηματίζεται μια ελαιοκηλίδα που φτάνει στο χαλί, κάτω απο το τραπέζι της τραπεζαρίας και εξαπλώνεται με γοργούς ρυθμούς μέχρι το καθιστικό.
Συναντά διάφορα εμπόδια, όπως άλλα χαλιά, καναπέδες και άλλα μικροέπιπλα, και τελικά αποφασίζει ότι δεν προφταίνει την χοροπηδηχτή Έλενα που μόλις έχει εξαφανιστεί μέσα στα σκοτάδια και σταματάει…
Σταματάει εκεί, στη μέση του σαλονιού. Περιμένει ήσυχα και υπομονετικά να ανακαλυφθεί. Ούτε η ίδια η κηλίδα δε φανταζόταν ότι τα αποκαλυπτήρια θα γίνονταν με το σαλόνι ακόμη βυθισμένο στο σκοτάδι και με την εντυπωσιακή τούμπα της μαμας μου δίπλα στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Στο τραπεζάκι που βρισκόταν το παραμύθι που ζήτησε η Έλενα. Το παραμύθι που δε διαβάστηκε ποτέ.
22:30
Η Έλενα ακόμη να “κοιμηχιεί”. Πάνω στην απελπισία της η μαμά μου τη ρωτάει αν θέλει να διαβάσουν ένα παραμύθι. “Νααααι” απαντάει ενθουσιασμένη η εγγονή της.
Αυτή τη φορά είναι η μαμά μου που θα κινηθεί προς το “σαλόνι-αποθήκη-ψυγειοκαταψύκτη”. Όχι με την ίδια χάρη με το Λενάκι, αλλά κάπως πιο βαριά και νυσταγμένα.
Δίχως να ανοίξει το φως, κατευθύνεται πως το χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού, πάνω στο οποίο βρίσκεται το παραμύθι.
Πριν προλάβει να φτάσει, η γη χάνεται κάτω από τα πόδια της, και πέφτει με έναν μαγικό τρόπο, δίχως να χτυπήσει, πάνω σε κάτι σχετικά ζεστό, απαλό και γλυστερό.
Το χάος!
Τα επόμενα δευτερόλεπτα ακολούθουν σκηνές χάους. Η μαμά μου ουρλιάζει πανικόβλητη στον μπαμπά μου “Έλα εδώ, έχουμε καταστροφή!”. Ο μπαμπάς μου τρέχει, ανοίγει τον διακόπτη των φώτων και αντικρύζει τη μαμά μου πεσμένη μέσα σε μια λίμνη ελαιόλαδου.
Τα παιδιά μου ακολουθούν πανικόβλητα πίσω από τον πατέρα μου, ο οποίος παλεύει να τα κρατήσει μακριά από την κηλίδα. Ο Ηλίας ως πιο μεγάλος και ψύχραιμος “αναλαμβάνει” να κρατήσει την ταραγμένη Έλενα στην κρεβατοκάμαρα, εως ότου οι γονείς μου απομακρύνουν τα 80 λίτρα λάδι από το σαλόνι τους.
Δεν ξέρω πως το έκαναν πραγματικά. Με κουβάδες, φαράσια και σκούπες, πατσαβούρια, πετσέτες, σεντόνια, χαρτόνια και ότι άλλο μπορούσαν εκείνη την ώρα του πανικού να σκεφτούν.
Όπως με ενημέρωσαν την επομένη, οι προσπάθειες αποκατάστασης “σταμάτησαν” γύρω στη μια τα ξημερώματα.
Το χαμόγελο της μαμάς μου
Στις 8 το πρωι που κατέβηκα κάτω, η πόρτα του σαλονιού από όπου συνήθως μπαίνω ήταν κλειδωμένη και πήγα απο γύρω στην κουζίνα.
Διάφορα χαλιά, ρούχα και πετσέτες απλωμένα παντού στο μπαλκόνι έδιναν το πρώτο στίγμα. Με το που μπήκα στην κουζίνα αισθάνθηκα μια ολισθηρότητα παντού. Προχωρώντας προς τον διάδρομο ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι μια μικρή “οικολογική” καταστροφή είχε συμβεί πριν λίγες ώρες.
Το μαρτυρούσαν τα θαμπά πλακάκια του σπιτιού, οι λιπαρές δαχτυλιές σε όλα έπιπλα και τους διακόπτες, και μια μυρωδία γνώριμη μα “αταίριαστη” στην περίσταση.
Τα παιδιά μου έπαιζαν στο “παιδικό” δωμάτιο. Έκατσα κοντά τους, στον καναπέ/κρεβάτι και η μαμά μου με ανάκατα τα μαλλιά της, λαδωμένα ρούχα και κρατώντας ένα πατσαβούρι, έκατσε σε ένα σκαμπό απεναντί μου να μου τα πει όλα.
Παρακολουθούσα την εξιστόρηση με κομμένη την ανάσα. Τα επιφωνήματα έκπληξης, τρόμου και αγωνίας έδιναν κι έπαιρναν. ΗΈλενα έκλαιγε φωνάζοντας “ το λάζι, το λάζι”. Ο Ηλίας περήφανος που κατάφερε να κρατήσει την αδερφή του μακρυά απο την ελαιοκηλίδα.
Εγώ εμβρόντητη. “Μα, γιατί δεν μας πήρατε ένα τηλέφωνο να έρθουμε;;;”.
“Ελα βρε παιδί μου, σιγά, τι να έρθετε να κάνετε;”.
“Να σας βοηθήσουμε ρε μαμά, να πάρουμε αν μη τι άλλο τα παιδιά πάνω”
“Ε, να εντάξει, τα κατάφεραν τα παιδιά, τα κοιμίσαμε και συνεχίσαμε. Γιατί να σας αναστατώσουμε βραδιάτικα;”
(***σημείωση: εγώ σκεφτόμουν ότι θα είχα φύγει επι τόπου από το σπίτι, ίσως θα είχα ξαναμετακομίσει πίσω στο Μαυροβούνιο, μπορεί και να είχα αφησει και τα παιδιά πίσω, δεν ξέρω 🙄😋).
“Μα είναι δυνατόν; Και τώρα τι να κάνουμε, πως να βοηθήσω; Να πάμε τα χαλιά για καθάρισμα, να φωνάξω ένα συνεργείο κάτι!”
“Τώρα τελειώσαμε βρε Χριστίνα, εντάξει, θα φύγει, να, τα καθαρίσαμε τα περισσότερα. Σημασία έχει που δεν χτύπησε κανείς, αυτά ξαναφτιάχονται”.
“Τι λες βρε μαμά τωρα; Κι εσύ, χτύπησες πολύ όταν έπεσες;”
“Δε λες που δεν πήγε η Έλενα να πάρει το παραμύθι, και θα είχαμε τίποτα δράματα στα νοσοκομεία; Πάλι καλά να λες που σηκώθηκα εγώ να πάω! Όλα καλά, και το λάδι θα το ξαναβγάλουμε, και οι λεκέδες καθαρίζονται. Σημασία έχει που είμαστε όλοι καλά!¨.”
Έλεγε και ξανάλεγε η μάνα με πρόσωπο χαμογελαστό!
Κι εγώ ηρέμησα.
«Όλα θα πάνε καλά. Για να το λέει η μαμά σου και να είναι τόσο ήρεμη και σίγουρη, τότε όλα θα φτιάξουν».
Και τότε με “χτύπησε”, που λένε.
Εάν εμένα, σχεδόν στα 40 μου, η μαμά μου μπορούσε με ένα χαμόγελό της να με «ανακουφίσει», σκέψου τι «δύναμη» έχω εγώ απέναντι στο ούτε 3 χρονο και στο 7χρονο παιδί μου!
“Θέλω να είμαι σαν τη γιαγιά Ελένη”. Ψύχραιμη, διακριτική, θετική, δραστική!
Δεν της μοιάζω, δυστυχώς, το ξέρω. Δε θα είναι εύκολο. Ξέρω ότι θα υπάρχουν φορές που θα το χάνω. Που θα τρωω τα μούτρα μου. Που θα ματαιώνομαι και θα ματώνω σαν 3 χρονών παιδάκι.
Όμως τώρα ξέρω για προς τα που θα ξαναβάζω πάντα πλώρη.
Α ρε μαμά!
Κοίτα, που τα κατάφερες. Λίγο λίγο έγινες ο “φωτεινός μου φάρος”!
Δεν ήσουν πάντα έτσι. Θυμάμαι κι εσένα να το χάνεις. Σε θυμάμαι αγχωμένη μικρομάνα, απηυδισμένη και αποπροσανατολισμένη. Και πως να μην ήσουν; Μικρό παιδί με δυο παιδιά, δίχως καμία βοήθεια!
Σε κατηγορήσα για πολλά μεγαλώνοντας.
Που δεν με ενθάρρυνες αρκετά, που με σύγκρινες, που δεν μου είπες ποτέ αν είσαι αρκετά περήφανη για μένα. Που δεν μου είπες αρκετές φορές το “σ’αγαπώ”. Που δεν με κάλυψες για εκέινη την κοπάνα που είχα κάνει την τελευταία ώρα στο γυμνάσιο για να έρθω σπίτι να φάω τα υπέροχα σου φασολάκια.
Που συνεταιρίστηκες με τον μπαμπά και αποφασίσατε ότι είναι τρομερά σημαντικό το “τι θα πει ο κόσμος”. Ίσως πιο σημαντικό και από το τι σας λέγαμε εμείς.
Θύμωσα πολύ και θυμώνω ακόμη όταν παίζω τις “δικές” σου κασέτες. Πως είναι δυνατόν να εκστομίζω ατάκες σου; Εγώ; Που μεγάλωσα τόσο διαφορετικά από σένα, που έγινα μαμά τόσο πιο συνειδητά, και που έζησα τη ζωή μου πριν κάνω οικογένεια;;;
Έφυγα για χρόνια μακριά και σε κάθε ευκαιρία έφευγα για να “ξεφύγω”. Σε σνόμπαρα και σε χρέωσα για πολλά από τα στραβά μου.
Σε υποτίμησα, ίσως σαν αντίποινα για την υποτίμηση που εισέπραξα εγώ ως παιδί.
Αλλά όσο μεγαλώνω κι όσο έρχομαι πιο “κοντά” σε σένα, συνειδητοποιώ πόσο τυχερή είμαι.
Που είσαι εδώ για μας. Που ήσουν πάντα “εδώ” για εμάς.
Με τον όποιον τρόπο μπορούσες και με όσα μέσα διέθετες. Με τον τρόπο σου.
Σ’ευχαριστώ!
Σ’ευχαριστώ που είσαι εδώ και στα 60 σου μου δείχνεις έναν πιο απολαυστικό, φιλοσοφημένο και “χαρούμενο” τρόπο να ζει κανείς.
Σ’ευχαριστώ που μου δείχνεις τον δρόμο.
Σε ευχαριστώ που δεν μου φέρθηκες ποτέ σαν κτήμα σου και ιδιοκτησία σου. Που με άφησες να αναπνέω και να “είμαι”.
Που μου έδωσες φτερά να κάνω τη δική μου διαδρομή, για να γυρίσω “κοντά σου” και να σε παραδεχτώ. Κι ας παιδεύτηκα και παίδεψα πολύ στην πορεία.
Σ’ευχαριστώ που είσαι εδώ και μου θυμίζεις την ευθύνη μου απέναντι στον εαυτό μου και απέναντι στα παιδιά μου: να αξιοποιήσω το δώρο της ζωής που μου δόθηκε άπαξ, και το δώρο της μητρότητας που μου δόθηκε δις.
Σ’αγαπώ!
Δική μου η σειρά τώρα. Δική μου η ευθύνη…
*** to be continued
ΥΓ1. Πριν λίγο καιρό διάβασα στο justelectra.gr. της φίλης Ηλέκτρας μια περίπτωση κάπως “αντίστροφη“. Σκεφτόμουν αν η μάνα μου φρίκαρε ίσως τελικά να της έκανα εγώ μαθήματα ψυχραιμίας και φιλοσοφίας. Πόσες φορές βάζουμε αθελά μας τα παιδιά μας στον ρόλο των ενηλίκων όταν εμείς αδυνατούμε να “αναλάβουμε την ευθύνη”. Πόσες φορές ευχήθηκα να γυρνούσα τον χρόνο πίσω, να έπαιρνα ένα δευτερόλεπτο μόνο, μια ανάσα, πριν ξεφύγω, πριν βάλω σε λειτουργία τον αυτόματο πιλότο και την “κασέτα” να παίξει! Εύχομαι όσο τα παιδιά μου μεγαλώνουν κι εγώ ανακτώ πάλι τις δυνάμεις μου, τον ύπνο μου και το σώμα μου, να ανακτώ ολοένα και πιο γρήγορα τον έλεγχο μου.
ΥΓ2. Δε θα μπορούσα εδώ να μη βάλω αυτόν τον ανατριχιαστικό ύμνο για τη μαμά…
Τι ωραίο κείμενο! Αλλά πάλι, υπάρχει κάτι που να’ χεις γράψει και να μην είναι πεντάμορφο; #truestory (οκ, συνταγές, δεν ξέρω… )
Ανατρίχιασα με το λάδι στα πλακάκια (και που χύθηκε και που αχρηστεύτηκε), με το πέσιμο της μαμάς σου, με το ότι θα μπορούσε όντως να έχει χτυπήσει άσχημα το παιδί, αλλά πιο πολύ με την ανάλυση σου μετά.
Ταυτίζομαι σε περισσότερα απ’ όσα θα ήθελα ίσως να παραδεχτώ στον εαυτό μου.
Τι να κάνεις, όλοι κουβαλάμε πράγματα μέσα μας, για τα οποία πολλές φορές δε γνωρίζουμε καν την ύπαρξή τους…
Αυτά μας κάνουν όμως τα υπεροχόοοοοοτατα πλάσματα που είμαστε!
Γιατί είμαστε.
Αυτά, τα ολίγα.
Πάω να βάλω θερμόμετρα, να φυσήξω μύτες και να κάνω μάσκες.
Ηλέκτρα
Υ.Γ. σ’ ευχαριστώ πολύ για το μένσιον!
Ηλεκτρακι μου. Οπως τα λες. Ειμαστε. Ειδικα οταν ειναι αρρωστα τα μικρα μας. Ειμαστε κατι παραπανω απο υπεροχα .. καλη δυναμη σουπερ γουμαν ❤️
Aυτό το “Α ρε μαμά”… τι έχω πει κι εγώ, για πολλούς παρόμοιους λόγους. Μου τους θύμισες…
Σ´ευχαριστω ποικιλοτροπως Μαργαριτα μου!! ❤️❤️❤️
Στο επόμενο σχετικό ποστ (γιατί ένα δεν είναι ποτέ αρκετό για αυτό το θέμα) μπορείς να βάλεις ως μουσική υπόκρουση και το “Μου θυμίζεις (ή μου θυμίζω) τη μάνα μου” … Ανατριχιαστικά περιγραφικό (αυτό με το λάδι παντού όντως και εμένα θα με εξοριζε), γλυκό και αληθινό όπως πάντα!
χαχαχα βλαμμένο! Εγω χρηζω διασκευής πάντως. Μου θυμίζω τον πατέρα μου (γι’αυτο και μου την σπάω). Αλλα κι αυτο ειναι ααααλλο κεφαλαιο. Προσοχη στις κανουλες αδέλφια! 🙂 Φιλάκια Αγγελικούλα